Ρεμπέτες

ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ


Ο Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915.

Από μικρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική και έμαθε μαντολίνο και βιολί και φυσικά μπουζούκι.

Το φθινόπωρο του 1936 ο Τσιτσάνης επισκέπτεται την Αθήνα. Κύριος σκοπός του είναι να σπουδάσει Νομική, αλλά γρήγορα τον κερδίζει η μουσική.

Οι πρώτες του επιρροές είναι τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη. Πρώτη του εμφάνιση γίνεται στο μαγαζί «Μπιζέλια» ενώ σύντομα γνωρίζει τον σπουδαίο αλλά αδικημένο από την Ιστορία τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο.

Ο Περδικόπουλος τον πηγαίνει στην Odeon όπου ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια. «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» είναι η πρώτη ηχογράφηση του Τσιτσάνη. Την περίοδο 1937-1940 γράφει καταπληκτικά τραγούδια τα οποία ηχογραφεί με τις φωνές του Δημήτρη Περδικόπουλου, και των άλλων σπουδαίων τραγουδιστών εκείνης της εποχής Στράτου Παγιουμτζή, Μάρκου Βαμβακάρη Στελλάκη Περπινιάδη με τους οποίους σε πολλές ηχογραφήσεις ο Τσιτσάνης συμμετέχει σαν δεύτερη φωνή.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου για ένα μεγάλο διάστημα είχε δικό του μαγαζί, το 'Ουζερί ο Τσιτσάνης', στη διασταύρωση Παύλου Μελά και Τσιμισκή, που έγινε διάσημο.

Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά την λήξη του πολέμου.

Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει να ηχογραφεί. Δίπλα του έγιναν ευρέως γνωστοί τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου,η Ιωάννα Γεωργακοπούλου η Μαρίκα Νίνου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης.

Τα επόμενα χρόνια ο Τσιτσάνης γνώρισε ευρύτατη αποδοχή.

Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1984 στο Λονδίνο, όπου βρισκόταν για εγχείρηση, και κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών.
..............................................................

ΜΗΤΣΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


Στο χώρο του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, λίγοι είναι εκείνοι που ασχολήθηκαν με όλες τις πτυχές της καλλιτεχνικής έκφρασης και κυμάνθηκαν ταυτόχρονα σε υψηλές στάθμες δημιουργίας.

Ο Γιώργος Μητσάκης, στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, όπου έκανε το ντεμπούτο του στην δισκογραφία ξεχώρισε αμέσως για την δύναμη των στίχων του, την πολυποίκιλη μουσική του φλέβα, την σωστή ερμηνεία του και την μαστοριά του στο μπουζούκι.

Άλλοτε στιβαρός και δωρικός κι άλλοτε αρχοντορεμπέτης και περιπαικτικός, ο Μητσάκης είχε το χάρισμα να διαφοροποιείται από τους ομότεχνους του. Ακόμα και σαν προσωπικότητα αλλά και σαν φιγούρα πάνω στο πάλκο «πέρασε» το δικό του ύφος και στυλ. Χωρίς υπερβολή πέρα από τον κοινότοπη αλλά εύστοχη ετικέτα «Δάσκαλος» που του απένειμαν πολλοί, ο Μητσάκης θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένας πηγαίος εστέτ του λαϊκού πενταγράμμου.

Κι είναι κρίμα που μεγάλα μέρη από το εύρος και το μέγεθος του έργου του παραμένουν ακόμη και σήμερα ανεξερεύνητα κι ας έχουν δεκάδες τραγούδια του κερδίσει την δύσκολη μάχη με τον χρόνο. Γιατί πέρα από την εκτίμηση και αναγνώριση που χαίρει στον ευρύτερο μουσικό κύκλο, ο Μητσάκης δεν έχει «παρασημοφορηθεί» όσο άλλοι ισοδύναμοί του.

Κι αυτό ίσως συμβαίνει γιατί τα media αλλά και η έρευνα, από άγνοια ή ακόμη και μικροπολιτική σκοπιμότητα, αποδίδουν τα εύσημα μόνο σε λιγοστούς και ορισμένους. Το περίεργο είναι ότι ο Μητσάκης μέχρι και την αναγκαστική «απόσυρσή» του από τα πράγματα παρέμενε επίκαιρος και ευρηματικός σημειώνοντας και στην δεκαετία του '70 επιτυχίες που κατέγραφαν το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής.

Όπως άλλωστε συνήθιζε να πράττει στην πολύχρονη διαδρομή του στο τραγούδι, όπου στην περίπτωσή του η περίφημη ρήση «Όπου Γιώργος και μάλαμα.» βρίσκει την απόλυτη επιβεβαίωση της.
..................................................................

ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ


Ο Πρόδρομος Τσαουσάκης του οποίου το πραγματικό επίθετο ήτανε Μουτάφογλου, γεννήθηκε στην Πόλη το 1919 και πέθανε στις 23 Οκτωβρίου 1979. Παντρεύτηκε την 'Άννα Καδόγλου και απόκτησε δύο αγόρια από τα οποία το ένα έγινε τραγουδιστής.

Το 1942 τραγουδά με το Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη το τραγούδι "ΜΕΣ ΤΟΝ ΟΝΤΑ ΕΝΟΣ ΠΑΣΑ" PARLOPHON Β-74073, και δυο-τρία άλλα, και μετά φεύγει για την Θεσσαλονίκη. Το 1946 ο Τσιτσάνης με τη συμπαράσταση του Αστυνομικού Διευθυντή Θεσσαλονίκης Μουσχουντή τον φέρνει πάλι στην Αθήνα όπου τον πείθει και υπογράφει συμβόλαιο με την Κολούμπια, με αμοιβή 5 δίσκους για κάθε τραγούδι, δηλαδή 125 δραχμές τότε.

Πρώτο τραγούδι του Τσιτσάνη που τραγούδησε ήταν "ΚΑΤΣΕ Ν' ΑΚΟΥΣΗΣ ΜΙΑ ΠΕΝΙΑ" ODEON GA-7351. Ηχητικό ντοκουμέντο του Τσιτσάνη για τον Τσαουσάκη. "'Έρχομαι τώρα να πω δυο λόγια για τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, για τη βροντερή ρεμπέτικη φωνή του. 'Έχει τραγουδήσει πάνω από 150 τραγούδια μου. Γίνανε όλα σχεδόν επιτυχίες. Είναι ο μόνος που δεν αξιοποίησε αυτές τις επιτυχίες και προτίμησε την ησυχία, τον απομονωτισμό...".

Σχολή ερμηνείας για το Λαϊκό Τραγούδι Δημιούργησε ο Πρόδρομος Τσαουσακης. Ολοκληρωμένος καλλιτεχνείς με ξεχωριστή προσωπικότητα με καθαρά δικό του ύφος και στυλ,μετεφερε στον κοσμο πολύ παραστατικά τα τραγούδια που του έγραψαν ειδικά για τη φωνή του, οι μεγαλύτεροι λαϊκή δημιουργοί, αλά και ο ίδιος που διακρίθηκε και σαν λαϊκός σύνθετης ,γεγονός που άγνωστο γιατί – δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό

Ο Πρόδρομος Τσαουσακης με φωνή ζεστή βαθιά και αντρίκεια ερμήνευσε με πάθος με πάθος και με ιδιαίτερη τεχνική εκατοντάδες κομμάτια με κοινωνικό και ερωτικό περιεχομενο.

Γεννήθηκε το 1917 στην Κωνσταντινούπολη και ήρθε με την οικογένεια του στην Θεσσαλονίκη σε ηλικία 6 χρόνων , με τον ξεριζωμό.

Το πραγματικό του όνομα είναι Μουτάφογλου και το Τσαουσακης προηλθε από το (Τσαούς που σημαίνει Λοχίας στα Τουρκικά). Εζησε οικογενειακός όλες τις στέρησης εκείνης της σκληρής εποχής και από 12 χρόνων έκανε διάφορες δουλείες για να ζήση.

Για ένα μεγάλο διάστημα πριν και κατά τη διάρκεια του πόλεμου ήταν παλαιστής(Πεχλιβάνης). Στον Στράτο υπηρέτησε Λοχιας ,ενώ είχε αρχίσει να ασχολείται πολύ σοβαρά με το τραγούδι. Στις τουρνέ που έκανε με διάφορα συγκροτήματα στη Βόρεια Ελλάδα ,όταν τελείωνε το τραγούδι ,έπαιρνε μέρος σε τοπικούς παλαιστικούς αγώνες .

Τα πρώτα του χρόνια στο τραγούδι συνεργάστηκε στη Θεσσαλονίκη με τον Τάκη Μπίνη τη ΣτέλΛα Χασκίλ τη Σεβάς Χανούμ και άλλους γνωστούς καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού.

Καθοριστική στιγμή στην πορεία του Πρόδρομου Τσαουσακης ,που αποτέλεσε γενικό σταθμό για το Ελληνικό Λαϊκό τραγούδι υπήρξε η γνωριμία και μετέπειτα μακρά και γόνιμη συνεργασία του με τον Βασίλη Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη το 1945

Είδε και έπαθε ο μεγάλος λαϊκός βάρδος να πείσει τον Πρόδρομο Τσαουσακης να κατεβεί τότε στην Αθηνά και να υπογράψει συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρία Columbia . ο Τσαουσακης δεν δεχόταν να πάει στην Αθηνά για δυο λόγους πρώτον γιατί ήθελε να τραγουδάει για το κέφι του και δεύτερον γιατί δεν είχε πρόθεση να εγκατάλειψη την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη.

Με τη φιλική παρέμβαση του τότε Αστυνομικού Διευθυντή της Θεσσαλονίκης Μουσχουντη (κουμπάρου του Τσιτσάνη),υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με την δισκογραφική εταιρία πράγμα που τον ανάγκασε να κατεβεί στην Αθηνά και να αρχίσει ένα μπαράζ ηχογραφήσεων.

Από το 1947 – 1955 καθιερώνετε σαν η μεγάλη Λαϊκή φωνή της εποχής.

Δεκάδες τραγούδια επιτυχίες του Βασίλη Τσιτσάνη κατά πρώτο και άλλον γνωστόν δημιουργών: Συννεφιασμένοι Κυριακή, Πέφτουν της βροχής οι στάλες, Όμορφη Θεσσαλονίκη, Οι Φάμπρικες(Τσιτσανη),Ήθελα να νουνά πάσας(Χρυσίνη) Μια Στεναχώρια που έχω απόψε (Καλδέρα),Το κορίτσι απόψε θέλει (Τατασόπουλου) κ.α.

Εκτός από τη μεγάλη επιτυχία στη δισκογραφία διακρίθηκε και στο πάλκο την ίδια εποχή .

Έπαιξε και τραγούδησε με Μπέλου, Νίνου , Σταμου,Γρυλλη,Γαβαλλα,Καλδαρα,Βαμβακαρη,Κερομητη,Παγιουμτζη,Χρυσινη και αλλους

Μέχρι το θάνατο του (Οκτώβριος 1979)έπαιζε και τραγουδούσε σε πολλά κέντρα της Αθηνάς.

Για πολύ μεγάλο διάστημα δεν ξέφυγε από της Λεκές γειτονιες, Αιγαλαιο,Περιστερι,Ασπρα Χωματα, Βοτανικος.

Επιβεβαίωσε έτσι αυτό που λέμε και εννοούμε όταν λέμε Λαϊκός Τραγουδιστής.

Επίσης ήταν Ψαλτής (Κυριακές και εορτές) στον ναό των Άγιων Πάντων της Καλλιθέας.

Ένα στοιχείο που αξίζει να αναφέρθη είναι ότι ο πρώτος και καλύτερος που ακολούθησε στα πρώτα του βήματα τη σχολή Τσαουσακης ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης.

Εκτός από το πλούσιο έργο του με εκατοντάδες Λαϊκά τραγουδια, αφησε κληρονομιά για το γιο του το Δημητρη,που διακρίνετε σήμερα σαν μουσικός(οργανοπαίχτης)και τραγουδιστής.
............................................................

ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ ΚΩΣΤΑΣ


Φημισμένος τραγουδιστής, εκτελεστής σαντουριού και τραγουδοποιός του ρεμπέτικου, γνωστός και ως «Σαμιωτάκι».


Γεννήθηκε το 1903 στο Καρλόβασι της Σάμου. Η οικογένειά του ήταν φτωχή κι έτσι άρχισε να εργάζεται από την τρυφερή ηλικία των 8 ετών, αρχικά σε μια καπνοβιομηχανία και αργότερα ως ξυλουργός.

Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ως τραγουδιστής σε μια ταβέρνα. Σύντομα, έγινε διάσημος στους συντοπίτες του για την εξαιρετική φωνή του, αλλά και για τα Σμυρναίικα που τραγουδούσε.

Το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και άρχισε να τραγουδάει επαγγελματικά σε γιορτές και πανηγύρια, μέχρι που τον ανακάλυψε ο Παναγιώτης Τούντας, κορυφαίος συνθέτης της εποχής και στέλεχος δισκογραφικής εταιρίας. Έτσι, την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησαν οι πρώτοι δίσκοι του, με τραγούδια του Γιώργου Βιδάλη, που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία («Το κουκλί της Κοκκινιάς», «Αράπης, μάνας γιος», κ.ά.).

Ο Κώστας Ρούκουνας είχε ηχηρότατη φωνή και διακρινόταν ιδιαίτερα στους αμανέδες. Έμπειρος και ταλαντούχος μουσικός, τραγουδούσε με την ίδια ευκολία και δημοτικό τραγούδι. Ερμήνευσε τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα, του Σπύρου Περιστέρη, του Κώστα Σκαρβέλη και του Γρηγόρη Ασίκη, ενώ υπήρξε συνεργάτης του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Στέλιου Κηρομύτη και άλλων «πρώτων ονομάτων» του λαϊκού τραγουδιού.

Την περίοδο 1931 - 1932 δισκογράφησε την «Αρχόντισσα» του Ιάκωβου Μοντανάρη, που είναι το πρώτο τραγούδι χαρακτηρισμένο ως «αρχοντορεμπέτικο» (στην ετικέτα του δίσκου του). Την περίοδο 1930 - 1959 δισκογράφησε συνολικά 180 τραγούδια. Από αυτά που συνέθεσε, ξεχωρίζουν: «Περί πολιτικής» (1934), «Με μια τσαχπίνα μπλέχτηκα» (1934), «Κοντραμπατζήδες» (1935), «Ο Πίκινος» (1936), «Η μπόμπα» (1945), «Ανεμότρατα» (1946), «Μια που σέρνει το μαντήλι» (1947), «Σαρανταπέντε λεμονιές» (1947), «Ο φθισικός», «Φτωχομάνα Σμύρνη», «Πέργαμε», «Μπερδεύτηκα στα χάδια σου», «Ξένε μου στην ξενιτιά», «Αγγινάρα», «Μεγαλέμπορος» κ.ά.

Το 1934 παντρεύτηκε την τραγουδίστρια Άννα Παγανα, η οποία πέθανε το 1943. Πέντε χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, τη στιχουργό Αλεξάνδρα Κυριαζή.

Ο Κώστας Ρούκουνας άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Μαρτίου του 1984, χτυπημένος από τον καρκίνο.
........................................................................

ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ ΣΤΕΛΛΑΚΗΣ


Ο Στέλιος Περπινιάδης, γνωστός και ως Στελλάκης, ήταν λαϊκός τραγουδιστής και οργανοπαίκτης ενώ φέρεται και ως συνθέτης, κυρίως του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Γεννήθηκε το 1899 στην Τήνο, μεγάλωσε στην ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ και το 1923 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου ήρθε σε επαφή με μικρασιάτες ρεμπέτες. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με σχεδόν όλους τους μεγάλους συνθέτες όπως με τον Παναγιώτη Τούντα, τον Γιοβάν Τσαούς, τον Κώστα Σκαρβέλη τον Κώστα Καρίπη τον Βαγγέλη Παπάζογλου τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Στέλιο Χρυσίνη τον Δημήτρη Γκώγκο (Μπαγιαντέρα}, το Σπύρο Περιστέρη, Γιάννη Παπαϊωάννου ακόμη και το Μάρκο Βαμβακάρη και αργότερα με τον Γιώργο Μητσάκη το Μανώλη Χιώτη και άλλους.

Θεωρείται το μεγαλύτερο αστέρι του τραγουδιού από το 1930 έως το 1950 ενώ έκανε αρκετά ντουέτα με γνωστές ερμηνεύτριες και ερμηνευτές της εποχής, όπως με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, το Στράτο Παγιουμτζή, την Μαρίκα Νίνου, και τον Δημήτρη Περδικόπουλο ακόμη το Γιώργο Κάβουρα.

Εδώ αξίζει να σημειωθεί για το ήθος των καλλιτεχνών του είδους και της εποχής ότι ο Στελλάκης δε δίσταζε να κάνει δεύτερη φωνή και μάλιστα πολύ διακριτικά σε καλλιτέχνες των οποίων τα ονόματα ήταν μηδαμηνά μπροστά στο δικό του.

Μια μέρα του 1938 βρέθηκε περαστικός από την ODEON την ώρα που ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογραφούσε τη "Νόστιμη Μαυροματού" του. Ο Στελλάκης δε δίστασε να κάτσει να κάνει δεύτερη φωνή.

Το αποτέλεσμα βγήκε αριστούργημα σε σχέση με εκείνο που θα 'βγαινε από το Μάρκο σόλο, αλλά ο Στελλάκης δεν πήρε ούτε δραχμή και το όνομά του δε γράφτηκε επάνω στο δίσκο διότι εκείνο τον καιρό ο Στελλάκης δεσμευόταν με συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με την εταιρία Columbia.

Γιος του ήταν ο επίσης γνωστός λαϊκός τραγουδιστής Βαγγέλης Περπινιάδης.

Ο Στέλιος Περπινιάδης πέθανε στις 4 Σεπτεμβρίου 1977 στην Αθήνα.
..................................................................

ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ ΣΠΥΡΟΣ


Ο Σπύρος Περιστέρης ήταν Έλληνας μουσικός και συνθέτης με μικρασιατική καταγωγή.

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900, από Έλληνα πατέρα και Ιταλίδα μητέρα. Άρχισε από μικρός να μαθαίνει μαντολίνο και μετά την εγκατάσταση της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη (γύρω στο 1915) κατόρθωσε να τελειώσει την Ιταλική Σχολή και να μάθει ιταλικά και γερμανικά.

Μετά το θάνατο του Σιδερή (1918) επανήλθε στη Σμύρνη και ανέλαβε, σε ηλικία 18 ετών, την ευθύνη της Σμυρνέικης Εστουδιαντίνας του Σιδερή, που είχε γίνει διάσημη σ`όλη την Ευρώπη και έμεινε γνωστή με το όνομα "Τα Πολιτάκια".

Τον τίτλο αυτό χρησιμοποίησε στις αρχές του '30, όταν παίζοντας στην ορχήστρα του Υπερωκεανίου "Μέγας Αλέξανδρος", ηχογράφησε στις Η.Π.Α, κάποια οργανικά κομμάτια, με το ψευδώνυμο Σ. Γεωργιάδης.

Η εμφάνισή του στη δισκογραφία αρχίζει το 1934 με μια σειρά ρεμπέτικα τραγούδια, όπως :"Ο ιππότης", "Η μποέμισσα", "Οφ Αμάν", "Τα Μπελεντέρια", "Ο τεκετζής", και το "Ο μάγκας του Βοτανικού", με τον Ζαχαρία Κασιμάτη.

Ο Σπύρος Περιστέρης ήταν ο άνθρωπος που σχεδόν με το ζόρι έβαλε τον Μάρκο Βαμβακάρη να ηχογραφήσει τη φωνή του όταν το 1933 πραγματοποιήθηκε η πρώτη εμπορική ηχογράφηση μπουζουκιού στο βίνύλιο. Σε πάρα πολλές ηχογραφήσεις του Βαμβακάρη ο Περιστέρης συμμετέχει στην ορχήστρα όπου το τρίδυμο Μάρκος και Περιστέρης στα μπουζούκια και Κώστας Σκαρβέλης στην κιθάρα ήταν αχτύπητο.

Κάποια τραγούδια που έγραψε ο Περιστέρης γίνονται επιτυχίες με τη φωνή του Βαμβακάρη ("Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης", "Η Μαρία η Μανταλένα", "Το μινόρε της Αυγής"). Κάποια τραγούδια πού βρέθηκαν στο δικό του όνομα (μουσική) και του Μίνωος Μάτσα (στίχοι) αποτελούν συνθέσεις άλλων καλλιτεχνών χωρίς όμως να στοιχειοθετείται καπηλεία πνευματικής δημιουργίας.

Ο Περιστέρης έπαιζε άριστα όλα τα έγχορδα όργανα με τάστα, πιάνο, ακκορντεόν και κόντρα μπάσσο. Παντρεύτηκε το 1921 και απέκτησε δύο γιούς. Πέθανε τον Απρίλιο του 1966 στην Αθήνα.
..........................................................................

ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ


Ο Γιάννης Παπαϊωάννου υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές και κύριους εκφραστές του λαϊκού μας τραγουδιού. Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1913 στην Κίο της Προποντίδας. Σε ηλικία δυο ετών ορφάνεψε από πατέρα κι επτά χρόνια αργότερα έζησε τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Αρχικώς εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τη γιαγιά του στη Σαμοθράκη και λίγο αργότερα μετακόμισαν στον Πειραιά, στις Τζιτζιφιές, όπου ζούσαν οι θείοι του και η υπόλοιπη οικογένεια. Στη δουλεία μπήκε από μικρός. Εργάστηκε ως ψαράς, ως μαραγκός, σε συνεργείο αυτοκινήτων και σε οικοδομές. Η σκληρή βιοπάλη του απαγόρευσε να συνεχίσει το σχολείο.

Το 1928 ξεκίνησε να παίζει μουσική με μια φυσαρμόνικα, αλλά η σχέση του με τη μουσική θα παρέμενε σε εκείνο το επίπεδο αν δεν ήταν το ποδόσφαιρο. Έπειτα από έναν σοβαρό τραυματισμό του, η μητέρα του τού έκανε δώρο ένα μαντολίνο για να σταματήσει να παίζει. Η ζωή του άλλαξε, όταν μια μέρα άκουσε σε μια ταβέρνα «Το μινόρε του τεκέ» του Γιάννη Χαλκιά. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε μπουζούκι. Το ερωτεύτηκε και το υπηρέτησε πιστά μέχρι το τέλος της ζωής του.

Στο πάλκο πρωτανέβηκε το 1933. Στη σαραντάχρονη πορεία του έγραψε πάνω από 800 τραγούδια, περιόδευσε σε Ελλάδα και Αμερική, και ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών, μουσικών και τραγουδιστών. «Η Φαλιριώτισσα» «Η Ψαροπούλα», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Καπετάν Αντρέα Ζέππο», «Πριν το χάραμα», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», είναι μερικά μόνο από τα διαχρονικά τραγούδια του που άφησε ως κληρονομιά.

Ο Γιάννης Παπαιωάννου σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τα χαράματα της 3ης Αυγούστου 1972, καθώς μετά τη δουλειά πήγαινε για ψάρεμα στα Βασιλικά της Σαλαμίνας. Στη μνήμη του, ο Βασίλης Τσιτσάνης -κουμπάρος, φίλος και συνεργάτης του για πολλά χρόνια- έγραψε «Το τραγούδι του Γιάννη» που τραγουδά η Πόλη Πάνου.
......................................................................

ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗΣ


Διακεκριμένος λαϊκός μουσικός και τραγουδοποιός, από τους κορυφαίους προπολεμικούς ρεμπέτες. Εκτός των άλλων, κατατάσσεται και μεταξύ των ελαχίστων με χαρακτήρα ακέραιο και «απροσκύνητο».

Ήταν αδελφός του Μήτσου Αραπάκη. Έπαιζε σαντούρι, μαντολίνο, κιθάρα, πάντζο και βιολί. Την περίοδο 1919-20 έπαιζε στην «Εστουντιαντίνα Σμύρνης». Ήρθε στην Ελλάδα με την Καταστροφή του 1922 και εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά. Ηχογράφησε μόνο κατά την 3ετία 1933-36, γιατί στη συνέχεια συγκρούστηκε ανυποχώρητος με τη λογοκρισία της «4ης Αυγούστου» (με αφορμή το τραγούδι του «Μπατίρης», όταν στους στίχους «Πάσχω να βρω την τύχη μου για να την αρωτήσω, αν έχω το δικαίωμα ελεύθερος να ζήσω», οι μεν λογοκριτές πρότειναν να αντικατασταθεί το «ελεύθερος» με το «χαρούμενος», ο δε δημιουργός τους απάντησε ότι χαρούμενος είναι μόνον ο ελεύθερος!...).

Έφερε το ψευδώνυμο "Αγγούρης" και έγραφε σε παρτιτούρα με νότες (κληρονομιά της μουσικής παιδείας του στην «Εστουντιαντίνα»). Έγραψε: "Κάτω στα λεμονάδικα", "Οι Λαχανάδες" ("Κυρ Αστυνόμε μη βαράς": 1933), «Αργιλές» (1933), «Αν ήμουν άντρας» (1933), "Πέντε χρόνια δικασμένος", "Βάλε με στην αγκαλιά σου", "Ο ξέμαγκας" (1935)
ρε κουτσαβάκι", "Του δρόμου το παιδί", "Μπαμπέσα" "Ο λαθρέμπορας" (αργότερα το οικειοποιήθηκε ο Β. Βασιλειάδης με τίτλο "`Aντε για δυο μάτια"), «Ο Νικοκλάκιας», "Γερομάγκας", «Μου λένε πως μου φαίνεται» (1936), «Σαν εγύριζα απ’ την Πύλο» (1936), «Θα το λύσω» (ή «Το αίνιγμα», 1936), «Της το βγάλανε» και αρκετά άλλα που τα κυκλοφόρησαν διάφοροι «λαϊκοί βάρδοι» επ’ ονόματί τους.

Από τους δίσκους LP που αναβιώνουν τις παλιές ηχογραφήσεις του σημειώνουμε: "Βαγγέλης Παπάζογλου" (1982), "Τα παλιά είναι καινούργια" (1984), "Το σμυρνέικο τραγούδι στην Ελλάδα" (1993, ανατύπωση του "Βαγγέλης Παπάζογλου"). Σύμφωνα με πληροφορίες του Γιώργου Λεκάκη ("Η Θεσσαλονίκη στο Ελληνικό τραγούδι", Εκδόσεις "συνέχεια", 1992) ήταν ο συνθέτης που θαύμαζε περισσότερο ο Τσιτσάνης, ο δε πολύπειρος Νίκος Αρμάος τον θεωρούσε ως "τον καλύτερο από όλους"
...................................................................

ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ ΣΤΡΑΤΟΣ


Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904. Ήλθε στην Ελλάδα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά.

Από παιδί μπήκε στο μεροκάματο, αλλά το μεγάλο πάθος του ήταν το τραγούδι. Γρήγορα γνωρίστηκε με την πειραιώτικη παρέα του ρεμπέτικου. Μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Ανέστη Δελιά και Γιώργο Μπάτη έφτιαξαν την πρώτη αμιγώς μπουζουξίδικη λαϊκή ορχήστρα.

Το 1934 η κομπανία πρωτοεμφανίζεται στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά και γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία.

Στην κομπανία τραγουδούν όλοι, όμως ο Στράτος είναι ο βασικός τραγουδιστής. Την ίδια χρονιά, ο Μάρκος ετοιμάζεται να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο. Ο Μάρκος πηγαίνει στην εταιρία για να παίξει τα τραγούδια του, αλλά όχι και να τα τραγουδήσει, καθώς η κομπανία είχε βασικό τραγουδιστή τον Στράτο και ο ίδιος δεν πίστευε στις φωνητικές του ικανότητες.

Όμως, ο Σπύρος Περιστέρης, ο μαέστρος της εταιρίας, επιμένει να είναι ο Μάρκος ο ερμηνευτής των τραγουδιών του. Στα πρώτα χρόνια της δισκογραφικής παρουσίας των Πειραιωτών ο Στράτος συμμετέχει στις περισσότερες ηχογραφήσεις, ακόμα κι όταν δεν τραγουδάει.

Σε πολλά απ' τα πρώτα τραγούδια του Μάρκου παίζει μπαγλαμά ή ποτηράκια, ενώ δεκάδες είναι οι δίσκοι όπου η φωνή του χαιρετίζει τους συμμετέχοντες στην ηχογράφηση.

Στα μέσα της δεκαετίας του '30 η φωνή του Στράτου Παγιουμτζή είναι ήδη μύθος. Από τότε αναφέρεται μόνο με το μικρό του όνομα, ακόμα και σε ετικέτες δίσκων.

Το 1935 τον χρησιμοποιεί ως ερμηνευτή ο Βαγγέλης Παπάζογλου.Το 1938 ο Στράτος θα τραγουδήσει Μανώλη Χιώτη και μερικά απ' τα καλύτερα τραγούδια του Μπαγιαντέρα.

Με τον Τσιτσάνη είχε γνωριστεί μερικούς μήνες νωρίτερα και μαζί του θα ξεκινήσει μια πολύχρονη συνεργασία. Δεκάδες πασίγνωστα τραγούδια του Τσιτσάνη πρωτοηχογραφήθηκαν με τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή, κάτι που δεν είναι καθόλου άσχετο με την επιτυχία τους.

Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ο Ζαμπέτας τον ξαναφέρνει στο προσκήνιο, εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη του επιρροή στις εταιρίες.

Ο Στράτος ηχογραφεί προπολεμικά ρεμπέτικα του Χατζηχρήστου, του Τσιτσάνη και άλλων δημιουργών.

Στις 16 Νοεμβρίου 1971 «έσβησε» πάνω στο πάλκο, σε ηλικία 67 ετών.
..........................................................................

ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ


Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών και ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη.

Η οικογένειά του ήταν φτωχή, έφερε όμως το «μικρόβιο» της μουσικής. Ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και ο παππούς του έγραφε τραγούδια.

Πριν καλά - καλά ξεκινήσει το σχολείο, ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει, διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο.

Το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά. Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι.

Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες.

Την περίοδο αυτή έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.

Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Έως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη,γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα.

Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς».

Ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν του έδωσε άδεια. Έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει και για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο.

Η περίοδος λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και η πιο παραγωγική. Τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος.

Με την έναρξη του πολέμου ακολούθησαν δύσκολα χρόνια.Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι.

Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει.Το 1960, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι,και ο Στράτος Διονυσίου.

Το εγχείρημα σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες. Το 1966 έκανε την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολούθησε η συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν» το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.

Στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε στην ιστορία, αφήνοντας μια τεράστια μουσικη παρακαταθήκη.
......................................................

ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ


Ο ρεμπέτης Μιχάλης Γενίτσαρης ή Γεννήτσαρης, όπως ήταν κανονικά το επίθετό του, γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου 1917 στην Αγια-Σοφιά του Πειραιά. Ο πατέρας του διατηρούσε μπιραρία στη γειτονιά, δουλειά που δεν ήταν αρκετή για την επιβίωση της οικογένειας.

Στους δρόμους από τα 10 του χρόνια, πρωτάκουσε μπουζούκι από το ταβερνείο που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του. Ήταν το μαγαζί του περίφημου Γιώργου Μπάτη. Γοητευμένος από τον ήχο του οργάνου, μια μέρα ανακάλυψε κρυμμένο σε μια κασέλα ένα παλιό μπαγλαμαδάκι του πατέρα του και αυτοδίδακτος άρχισε σιγά - σιγά να παίζει.

Σε ηλικία 17 ετών -κι ενώ δούλευε στις επισκευές καραβιών για να ζήσει- έγραψε το πρώτο του τραγούδι, το περίφημο «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», το οποίο γραμμοφωνήθηκε τρία χρόνια αργότερα στην Columbia. Το τραγούδι έκανε τεράστια επιτυχία και ο Γενίτσαρης βρέθηκε στο πάλκο του θρυλικού «Δάσους» του Α. Βλάχου στο Βοτανικό να συνεργάζεται με τον Βαμβακάρη, τον Παγιουμτζή, τον Τσιτσάνη, τον Κηρομύτη, τον Δελιά κ.ά.

Το μπουζούκι, ταυτισμένο εκείνη την εποχή με την αλητεία, ήταν υπό διωγμόν. Όταν ένας αστυφύλακας συνέλαβε τον Γενίτσαρη και του έσπασε το μπουζούκι, εκείνος τον ξυλοφόρτωσε, με αποτέλεσμα να παραμείνει για έξι μήνες έγκλειστος στις φυλακές Αβέρωφ. Αυτή ήταν η πρώτη καταδίκη του, καθώς ακολούθησαν πολλές ακόμα για παρόμοιους λόγους.

Στη διάρκεια της Κατοχής, «πολέμησα -θυμόταν ο ίδιος- τους Γερμανούς με τους σαλταδόρους». Η εμπειρία του αυτή έγινε τραγούδι και μάλιστα εμβληματικό: είναι ο θρυλικός «Σαλταδόρος»... «Εγώ πάντα βολεύομαι γιατί τηνε σαλτάρω / σε κάνα αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω. Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω

Μετά την απελευθέρωση, ο Γενίτσαρης συνέχισε την πορεία του στα λαϊκά πάλκα. Έγραψε περί τα 700 τραγούδια, αλλά από αυτά πολύ λίγα γραμμοφωνήθηκαν. Τραγούδια του, βέβαια, ερμήνευσαν κατά καιρούς μερικοί από τους μεγαλύτερους του λαϊκού τραγουδιού: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέυ, Παγιουμτζής, Διονυσίου, Βιτάλη, Αλεξίου, Νταλάρας, Μητσιάς, Γλυκερία κ.ά.

Από το 1951 έως το 1972 ο Γενίτσαρης, ουσιαστικά, χάθηκε. Ένα διάστημα φυλακίσθηκε, μετά άνοιξε ένα μπουζουξίδικο στην Αίγινα αλλά έπεσε έξω οικονομικά και μετά έπιασε δουλειά στη λαχαναγορά

Από την αφάνεια τον ανέσυρε ο Ηλίας Πετρόπουλος, που από το 1971 οργάνωσε στο «Κύτταρο» σειρά εμφανίσεων των βετεράνων του ρεμπέτικου. Με τις επανεκδόσεις των παλαιών εκτελέσεων των τραγουδιών του σε νέους δίσκους ή με νέες εκτελέσεις από τραγουδιστές όπως ο Νταλάρας, ο Γενίτσαρης άρχισε να γίνεται γνωστός στο ευρύτερο κοινό

Το 1996 αποφάσισε ν' αποσυρθεί. Προς τιμήν του διοργανώθηκε στο θέατρο του Λυκαβηττού μια μεγάλη, πολυσυμμετοχική συναυλία. Τα επόμενα χρόνια εμφανίστηκε σποραδικά, μέχρι να αποσυρθεί οριστικά. Πέθανε στις 11 Μαΐου του 2005.
........................................................

ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ


Ο Γιάννης Εϊτζιρίδης ήταν ποντιακής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Κασταμονή του Ικονίου της Μικράς Ασίας στα 1893. Ασχολήθηκε από μικρή ηλικία με τη μουσική, παίζοντας ταμπούρ και άλλα έγχορδα (βιολί, ούτι κ.ά.).

Όντας Τούρκος υπήκοος υπηρέτησε στον Τούρκικο Στρατό με το βαθμό του Λοχία (Τσαούς), γι’ αυτό και απέκτησε το παρατσούκλι Γιοβάν Τσαούς. Πριν ακόμη τη Μικρασιατική καταστροφή, είναι πασίγνωστος ως μουσικός στη Μικρά Ασία, σε σημείο που να καλείται από το σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ για να παίξει στην αυλή του. Με τη Μικρασιατική καταστροφή, ο Γιοβάν Τσαούς βρίσκεται από τα παλάτια του Αβδούλ Χαμίτ, στα προσφυγικά υπόστεγα του Πειραιά. Μετά τα πρώτα δύσκολα χρόνια, η οικογένεια του

κατόρθωσε να φτιάξει ένα διώροφο σπίτι, κοντά στις εγκαταστάσεις του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, στην επέκταση των γραμμών του σιδηροδρομικού σταθμού του Πειραιά. Έπαιζε και έγραφε για το κέφι του. Δεν ανέβηκε ποτέ σε πάλκο .
Ζούσε κάνοντας το ράφτη με βοηθό τη γυναίκα του Αικατερίνη.Έπαιζε για το κέφι του και τους φίλους του.
Ο Γιοβάν Τσαούς απέκτησε τη φήμη του μεγαλύτερου δεξιοτέχνη μπουζουξή της εποχής του (φήμη που κατά ένα μέρος οφείλεται στα ατελείωτα ταξίμια του αλλά και στα «περίεργα» μουσικά του όργανα που κανείς άλλος από τους Πειραιώτες μπουζουξήδες δε μπορούσε να παίξει) με άριστες γνώσεις των δρόμων (μακάμ) της ανατολίτικης μουσικής τις οποίες μετέδωσε και σε άλλους σύγχρονούς του λαϊκούς δημιουργούς.Την περίοδο 1935-37 κυρίως, φωνογραφεί στο όνομά του μια σειρά τραγουδιών και συμμετέχει στην ηχογράφηση λιγοστών τραγουδιών άλλων συνθετών, φωνογραφεί μετά την επιβολή της Μεταξικής λογοκρισίας.Το 1937 μετακόμισαν στην Κοκκινιά. Ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε ξαφνικά τον Οκτώβριο του 1942 από δηλητηρίαση.
.................................................

ΓΚΟΓΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ (ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ)


Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας ήταν ένας από τους πιο σπουδαίους ρεμπέτες ερμηνευτές, οργανοπαίχτες και συνθέτες.

Το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας», προέρχεται από το γεγονός ότι του άρεσε η οπερέτα του Έριχ Κάλμαν «Μπαγιαντέρα» και μάλιστα έπαιζε στο μπουζούκι το ομώνυμο τραγούδι της.

Ο Μπαγιαντέρας, έγραψε τραγούδια που γνώρισαν πολύ μεγάλη επιτυχία, όπως τα Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη, Χατζηκυριάκειο, Σα μαγεμένο το μυαλό μου και άλλα.

Καταγόταν από τον Πόρο. Ο πατέρας του Γιάννης Γκόγκος, ήταν Ποριώτης, και η μητέρα του Αγγελική από την Ύδρα. Γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, το 1903.

Φοίτησε στο δημοτικό και όταν το τελείωσε συνέχισε και πήρε το πτυχίο του καθιερωμένου, τότε, τετρατάξιου Γυμνασίου. Μετά απέκτησε πτυχίο ηλεκτρολόγου. Ποτέ, όμως δεν άσκησε το επάγγελμά του.

Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του από 17 ετών επιδόθηκε στο μπουζούκι, με μεγάλη επιτυχία. Επαιζε επίσης μαντολίνο, κιθάρα και βιολί.

Η κατοχή χτύπησε και τον Μπαγιαντέρα. Λόγω αβιταμίνωσης τυφλώθηκε το 1941 και μάλιστα πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε.

Τα τραγούδια του έγιναν αμέσως γνωστά, και μερικές από τις επιτυχίες του είναι: «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Αποβραδίς ξεκίνησα», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει», « Ξεκινάει μια ψαροπούλα», «Ξαβεργιώτισσα», «Πειραιωτοπούλα», «Παρηγοριά ζητούσα κάθε βράδυ», «Αλάνι με φωνάζουν» και ακόμη: «To μαναβάκι», «Θα κλέψω μια μελαχρινή», «Για μια κουτσουκαριώτισσα», «Μάτια γλυκά και γαλανά», «Γυρνώ σαν νυχτερίδα», «Το τραγούδι της αγάπης», «Μ' έχεις μαγεμένο», «Το αλανάκι», «Ελα να μπερμπαντέψεις», «Του Κυριάκου το γαϊδούρι», «H μικρή από το Πασαλιμάνι», « Η άνοιξις», « Με ξέχασες», « Το πέρασμα», « Η κοτούλα», « Μια τράτα Κουλουριώτικη», «Κι αν χωρίσαμε δε φταίω» και άλλα.

Εκτός από τα 100, περίπου, τραγούδια και τα 30 ανέκδοτα, έχει στο ενεργητικό του και μια μέθοδο για την εκμάθηση του μπουζουκιού άνευ διδασκάλου.

Τα τελευταία χρόνια ο Μπαγιαντέρας τα έζησε απομονωμένος στο σπίτι του στον Αγιο Ιερόθεο, συντροφιά με τη σύζυγό του Δέσποινα.

Το 1971 κυκλοφορεί σε 45άρι ο "Καθρέφτης", ντουέτο με το Διονύση Σαββόπουλο, μαζί με τον "Πολιτευτή" του δεύτερου.

Στις αρχές Οκτωβρίου 1985 υπέστη εγκεφαλικό επει­σόδιο και μπήκε στο νοσοκομείο. Εγινε καλά και βγήκε. Δυστυ­χώς, όμως στις 24 Οκτωβρίου μπήκε πάλι στον "Ευαγγε­λισμό", μετά από ουρολοίμω­ξη, και λοίμωξη του αναπνευστικού. Πέθανε στις 18 Νοεμβρίου του 1985.
........................................................

ΔΕΛΙΑΣ ΑΝΕΣΤΗΣ


Ο Ανέστης Δελιάς (Δέλιος το πραγματικό του επίθετο), ίσως η πλέον τραγική φιγούρα στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1912 και πέθανε ηρωϊνομανής στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1944.

Καταγόταν από μουσική οικογένεια. Ο παππούς του Σιδερής Δέλιος έπαιζε βιολί, ο πατέρας του Παναής (με παρατσούκλι Μαύρη Γάτα) σαντούρι και ο θείος του Μιχάλης, βιολί.

Ο Ανέστης με τη μητέρα του Φωτεινή, έγκυο στη μικρότερη αδελφή του Ελένη, και την άλλη αδελφή του Στέλλα, έρχονται πρόσφυγες στην Ελλάδα μετά την καταστροφή της Σμύρνης, ενώ ο πατέρας του έχει σκοτωθεί από τους Τούρκους.

Στην Ελλάδα ο Ανέστης δουλεύει σε διάφορες δουλειές για να συντηρήσει την οικογένειά του.Υπήρξε αυτοδίδακτος μουσικός. Αρχικά έπαιζε κιθάρα, στη συνέχεια μπαγλαμά και μετά το 1930 μπουζούκι.

Γύρω στα 1930 δουλεύει σε ταβέρνα στη Δραπετσώνα. Εκεί γνωρίζεται με πολλούς μπουζουξήδες από τους παλιότερους (Νίκος Αϊβαλιώτης, Σκούρτης ο τυπογράφος, κ.ά) αλλά και τους νεότερους (Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής κ.ά.).

Πήρε μέρος στην πρώτη ρεμπέτικη κομπανία με το Μάρκο Βαμβακάρη, το Γιώργο Μπάτη και το Στράτο Παγιουμτζή που εμφανίστηκε στη μάντρα του Σαραντόπουλου στην Ανάσταση του Πειραιά το 1934.

Τότε γνωρίζεται με τη Νταίζη Σταυροπούλου, η οποία τον ερωτεύεται παράφορα.Το καλοκαίρι του 1944 παίζουν μαζί στου Βλάχου, ο Ανέστος, ο Στράτος και ο Γενίτσαρης. Παρά την πείνα και την εξαθλίωση ο Ανέστος εξακολουθεί να παίρνει ηρωΐνη. Έτσι, ένα πρωϊ τον βρίσκουν άψυχο έξω από τον τεκέ του Ντανάκουλη στο Μεταξουργείο.
.........................................................

ΚΑΒΟΥΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


Ο Γιώργος Κάβουρας γεννήθηκε στο Καστελόριζο το 1907 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Σταμάτη Κάβουρα και της Γαρουφαλιάς Μπεηγιώργη, οι οποίοι απέκτησαν ακόμη δυο παιδιά, τον Βασίλη,το 1914, και τη Μαριάνθη, το 1917.

Ο Σταμάτης Κάβουρας υπήρξε σπουδαίος βιολιστής και κατασκευαστής οργάνων, φυσικό επακόλουθο ήταν ο Γιώργος να ασχοληθεί από πολύ μικρή ηλικία με τη μουσική.Έπαιζε βιολί, σαντούρι και κιθάρα, ενώ διέθετε πολύ σπουδαία φωνή.Από τα τέλη της δεκαετίας του '20, μαζί με κάποιους φίλους του οργανοπαίκτες γύριζαν στις ταβέρνες του Πειραιά και διασκέδαζαν τους θαμώνες, ενώ πήγαιναν σε γάμους, χαρές και πανηγύρια που τους καλούσαν.Το 1930 ο Γιώργος γνωρίστηκε με την εικοσάχρονη Ειρήνη, με την οποία ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα.Σε λίγο καιρό την έκλεψε με το ταξί ενός φίλου και την πήγε στην Ελευσίνα, στη νονά του.Στις 15 Δεκεμβρίου του 1930 τελέστηκε ο γάμος τους.

Ο Γιώργος Κάβουρας με την Ειρήνη απέκτησαν τρία παιδιά:τον Σταμάτη, το 1931, τη Γαρουφαλιά, το 1932, και τον Ανέστη, το 1936.Ο Κάβουρας στο μεταξύ συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους μουσικούς του Πειραιά και εμφανίστηκε σε διάφορα στέκια της εποχής.Μέχρι τότε δεν τραγουδούσε, τουλάχιστον επίσημα.Σε κάποιες πρόβες, εκεί γύρω στα 1933, τραγούδησε ένα δικό του τραγούδι και όλοι οι παρευρισκόμενοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό από την έξοχη φωνή του.

Ο Στελλάκης Περπινιάδης ήταν κατηγορηματικός: "Γιώργο πρέπει να τραγουδήσεις σε δίσκο", του είπε.Έτσι ο Κάβουρας κάνει την εμφάνισή του στη δισκογραφία με το τραγούδι του Ιάκωβου Μοντανάρη "Ο Σερέτης", στις αρχές του 1936.

Θα ακολουθήσουν τραγούδια διαφόρων δημιουργών, όπως του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Κώστα Σκαρβέλη, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη του Γιώργου Κάβουρα και την καθιέρωσή του στη δισκογραφία της δεκαετίας του '30.

Συνολικά την περίοδο 1934-1941 ηχογράφησε 70 τραγούδια , εκ των οποίων τα 50 είναι του Κώστα Σκαρβέλη.

Στα χρόνια της Κατοχής συνέβησαν συνταρακτικά γεγονότα στη ζωή του Γιώργου Κάβουρα, που παραμένουν αδιευκρίνιστα.Ήταν χρόνια εξαθλίωσης , πείνας, φόβου και κυνηγητού.Προσπαθούσε να εξασφαλίσει τροφή για την οικογένειά του, ενώ τον κυνηγούσαν οι Ιταλοί, τον χτυπούσαν και απειλούσαν τη ζωή των παιδιών του.Εκείνος κρύφτηκε για κάποιο διάστημα και δεν πήγαινε σπίτι του.Λέγεται πιθανώς ότι οι Ιταλοί τον κυνηγούσαν σαν λιποτάκτη επειδή ήτανε από το Καστελόριζο και είχε ιταλική υπηκοότητα.Μέχρι τότε τα Δωδεκάνησα ανήκαν στους Ιταλούς , και οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στον ιταλικό στρατό.

Ο Κάβουρας βεβαίως είχε φύγει μικρός από το Καστελόριζο, και από το 1936 είχε πάρει την ελληνική υποκοότητα.Άγνωστο παραμένει για ποιον ακριβώς λόγο τον κυνηγούσαν.Αυτό το κρυφτό και η απίστευτη ταλαιπωρία του ανθρώπου σε κείνα τα χρόνια της Κατοχής είχαν ως αποτέλεσμα ένα σύντομο και απρόσμενο τέλος.Στις 20 Φεβρουαρίου του 1943 ο Γιώργος Κάβουρας , σε ηλικία μόλις 36 ετών, άφησε την τελευταία του πνοή από εγκεφαλικό επεισόδιο.Τα αίτια ήταν αρκετά για να πάθει εγκεφαλικό.Εκτός από τα δεινά της Κατοχής, έπιασε και τη γυναίκα του Ειρήνη με έναν Ιταλό.Προσπάθησε να τη σκοτώσει με μαχαίρι, τραυματίζοντάς τη στο χέρι.
.....................................................................

ΚΑΠΛΑΝΗΣ ΚΩΣΤΑΣ


Ονομαστός λαϊκός μουσικός και τραγουδοποιός. Γεννήθηκε το 1920 ή 21 (στη Χίο ή στη Σμύρνη). Ήρθε στον Πειραιά το 1924.

Αρχικά έγινε κουρέας, ώσπου την περίοδο της Κατοχής (1944) εμφανίστηκε ως επαγγελματίας μπουζουξής (συνεργαζόμενος με τον Γ. Αμπάτη).

Έγραψε το πρώτο του τραγούδι «Η μοντέρνα γυναίκα» (δισκογραφήθηκε το 1946 με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου). Ακολούθησε το το ("Φέρε κάπελα κρασί", 1947) και πολλές άλλες επιτυχίες.

Αργότερα έμεινε στην Αμερική πολλά χρόνια, δουλεύοντας σε διάφορα μαγαζιά (πήγε τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1955. Δούλεψε επί δυόμισι χρόνια στο "Βυζάντιο", όπου συνεργάστηκε επί 5 μήνες με τη Μαρίκα Νίνου).

Επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στο Αυλάκι Αττικής, συνεχίζοντας να συνθέτει σε παλιό ρεμπέτικο "στυλ". Πέθανε το 1997 στην Καλιφόρνια από καρκίνο. Ο τελευταίος του δίσκος βγήκε το 1995 με βασικό τραγουδιστή τον Τάκη Μπίνη και τίτλο "Τραγουδοποιείον ". Προηγούμενοι LP δίσκοι του: «Τα παλιά του Καπλάνη» (1974), «Μαγικά ταξίδια» (1975), «Ήρθες εσύ» (1987).

Μετέχει επίσης στους δίσκους: «Παπαϊωάννου, Μπαγιαντέρας, Χατζηχρήστος, Καπλάνης» (1970), «Όλα μου τα παράπονα» (1985), κλπ. Ορισμένα από τα γνωστά τραγούδια του: «Φέρε μας κάπελα κρασί» (το πρώτο τραγούδι του, 1947), «Ένας αλήτης πέθανε», «Θολώνεις τα νερά», «Το κακόμοιρο παιδί», «Τελευταία καληνύχτα», «Γιατί σ’ αρέσει να με παιδεύεις», «Σώθηκε το παλληκάρι», «Μεγάλος καημός», "Για σένα έγινα μπατήρης", "Δεν σε νοιάζει, δεν σε νοιάζει" (1948), "Για ένα χαμόγελο", "Δίχως παλτό στη γειτονιά" (1948), «Εγώ πονώ κι εσύ γελάς», «Της γειτονιάς τον κόκορα», "Εσύ τα πίνεις κι εγώ πληρώνω", "Κλάψε μπουζούκι μου", "Είμαι απόψε στα μεράκια" (υποστηρίζεται ότι είναι του Χατζηχρήστου), "Ο φυματικός", "Όνειρα δεν ξανακάνω", "Πάνε κι έρχονται απ' τα ξένα", "Μας ζηλεύουνε", "Έφυγες κάποιο δειλινό" (1948), "Ο καϊξής", "Όμορφη Πειραιώτισσα" (στην πραγματικότητα είναι του Δ. Γκόγκου), "Χτυπά η καμπάνα", "Ψιλή βροχή", "Πάτερ ημών", "Μονοπάτια της ζωής", "Eγώ που σπάζω κρύσταλλα", «Πικρό ποτήρι», "Παραστράτησα για σένα", «Φύγε-φύγε», κ.λπ.
Πέθανε στις 2.3.1997.
...............................................................

ΚΑΡΑΠΑΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ


Από τους πιο αδικημένους.

Γεννήθηκε το 1922 στην Καρδίτσα. Το πραγματικό του επώνυμο είναι Καψάλης. Ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι σε ηλικία 27ετών με τίτλο «του ανάπηρου η μάνα».

Η πρώτη του επιτυχία ήταν το «όταν κοιμάται ο δυστυχής». Η μουσική στο «δυο πόρτες έχει η ζωή» είναι δική του.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του άνοιξε σχολή μουσικής στο Αιγάλεω. Έγραφε τραγούδια μέχρι το τέλος του και έσβησε με το μπουζούκι αγκαλιά. Πέθανε από καρκίνο του λάρυγγα το 1974.
.......................................................

ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


Ο Κατσαρός γεννήθηκε το 1895 στην Αμοργό και το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Θεολογίτης. Το παρατσούκλι Κατσαρός του το κόλλησαν στην Αμερική, εξαιτίας της χαρακτηριστικής σγουρής κόμης του, την οποία διατηρούσε πλούσια μέχρι το θάνατό του.

Το 1907 η φτώχεια τον αναγκάζει να κατέβει στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται για λίγα χρόνια και κατόπιν μεταναστεύει στην Αμερική.

Εκεί εγκαταστάθηκε στη Φλόριντα και απετέλεσε τον σημαντικότερο ρεμπέτη δημιουργό του πρώτου κύματος της μετανάστευσης. Ο Κατσαρός έχαιρε μεγάλης εκτίμησης όχι μόνο από τους Έλληνες της Αμερικής, αλλά και από όλο τον κόσμο.

Οι μοναδικές ερμηνείες του, τον έκαναν να ξεχωρίζει, ενώ το καταπληκτικό παίξιμο της κιθάρας του, τον έκανε ξακουστό σε όλη την υφήλιο. Μερικές μόνο από τις προσωπικότητες που πήγαιναν να τον ακούσουν είναι ο Κλαρκ Γκέιμπλ, ο Αλ Καπόνε, ο Αντρέας Σεγκόβια, ενώ ο ίδιος ο πρόεδρος Ρούσβελτ τον είχε καλέσει στο λευκό οίκο το 1942.

Η γνωριμία του Κατσαρού με τον ισπανό μάγο της κιθάρας Αντρέα Σεγκόβια.

Ο Κατσαρός στα σόλα του έπαιζε κιθάρα με ένα δικό του ιδιόρρυθμο τρόπο. Ενώ έπαιζε τη μελωδική γραμμή με τις κάτω χορδές, ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε τις μπάσες χορδές της κιθάρας με τρόπο που θύμιζε έντονα το ίσο κράτημα στη βυζαντινή μουσική ή το μπάσο κοντίνιουο στη μουσική μπαρόκ.

Κάποτε λοιπόν πίσω στο 1930, ενώ δούλευε ο Κατσαρός σε ένα μαγαζί στο Σαν Φρανσίσκο, μπαίνει μέσα μια παρέα, ένας εκ των οποίων ήταν καρφωμένος συνεχώς στα δάχτυλα του Κατσαρού, που έπαιζε κιθάρα. Όταν τέλειωσε το πρόγραμμα τον κάλεσε στο τραπέζι του και συστήθηκε σαν Αντρέας Σεγκόβια.

Ο Κατσαρός έμεινε άναυδος, τι να πει κανείς για τον Σεγκόβια; Αναμορφωτής της κλασσικής κιθάρας, ο οποίος την εισήγαγε για πρώτη φορά στη συμφωνική ορχήστρα και την μετέτρεψε από συνοδευτικό σε σολιστικό όργανο.

Συνθέτης, δημιουργός και ίσως ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης κλασσικής κιθάρας που έχει γεννηθεί μέχρι σήμερα. Όμως εξίσου άναυδος είχε μείνει και ο πολύς Σεγκόβια από το παίξιμο του Κατσαρού, που όμοιό του δεν είχε ξανασυναντήσει.

Ταπεινοί και πηγαίοι άνθρωποι και οι δύο (χαρακτηριστικό των αυθεντικών μεγάλων μουσικών), έγιναν από τότε φίλοι στενοί και σε όποιο μέρος έδινε συναυλίες ο Σεγκόβια, πάντα έστελνε εισιτήρια Α! θέσης για να παραβρεθεί και να τον παρακολουθήσει ο Κατσαρός.

Πέρα όμως από τις μουσικές του κατακτήσεις, ο Κατσαρός ήταν πραγματικά κι ένας μεγάλος Έλληνας. Ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο, Ινδία, Αυστραλία και παντού όπου είχε Έλληνες κι έδινε συναυλίες για τον απόδημο Ελληνισμό.

Βασικό του μέλημα ήταν η διατήρηση της Ελληνικής γλώσσας, της θρησκείας και των παραδόσεων. Με άλλα λόγια η διάσωση της πνευματικής μας κληρονομιάς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα μέρη που έδινε συναυλίες, έλεγε ότι θα παίξει για 2-3 βραδιές παραπάνω χωρίς χρήματα, έτσι ώστε να συγκεντρωθούν έσοδα για χτίσιμο εκκλησιών. Η πρώτη εκκλησία που χτίστηκε ήταν ο Αγιος Γεώργιος στη Νέα Υόρκη.

Για να δώσω ένα μέτρο της προσπάθειάς του, μόνο για την περιοχή του Σικάγου, μέχρι σήμερα, με πρωτοβουλία του Κατσαρού, έχουν κτιστεί 25 ναοί. Βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος ο Γιώργος Κατσαρός, τόνιζε πάντα την αξία της πίστης και της προσευχής.

Το 1995 έγινε στη Θεσ/νίκη το πρώτο παγκόσμιο συμβούλιο απόδημου Ελληνισμού. Παρόν κι εκεί ο αιωνόβιος γέροντας, με την αγέρωχη και λεβέντικη κορμοστασιά του, ένας ζωντανός θρύλος, παραβρέθηκε και μίλησε στους αποδήμους, που είχαν την μοναδική ευκαιρία να αντλήσουν συμπεράσματα και συμβουλές από την 100ετή εμπειρία του.

Τον Ιούλιο του 1997, ο Γιώργος Θεολογίτης ή Κατσαρός ξεκίνησε το απέραντο ταξίδι, για να συναντήσει αυτόν που τόσο αγάπησε και τίμησε όσο ζούσε, το Μεγαλοδύναμο Θεό.
.....................................................................

ΚΕΡΟΜΥΤΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ


Ο Στέλιος Κηρομύτης γεννήθηκε στα 1908 στου Βάβουλα τη γούβα στον Πειραιά. Καταγόταν από ευκατάσταστη οικογένεια. Ο πατέρας του Χαρίλαος, με καταγωγή από την Προύσσα, αν και ο ίδιος έπαιζε ερασιτεχνικά μπουζούκι, απαγορεύει στο νεαρό Στέλιο να το πιάσει στα χέρια του.

«Αν μάθει ο Στέλιος μπουζούκι, τον χάσαμε. Δε θα μάθει μπουζούκι!», έλεγε.

Παρ' όλες τις απαγορεύσεις και το ξύλο που έφαγε από τον πατέρα του, παίρνει τα πρώτα μαθήματα κρυφακούγοντας και βλέποντας τον πατέρα του, αλλά και άλλους παλιότερους μπουζουκτσήδες στα κουτούκια του Πειραιά. Από το 1923 γνωρίζεται με το Μάρκο Βαμβακάρη, με τον οποίο γίνονται καλοί φίλοι μετά το 1925, όταν, όντας φαντάρος στον Πειραιά ο Μάρκος, συχνάζει στο ίδιο καφενείο όπου πήγαινε και ο Κηρομύτης, για «να εξασκηθεί» στο μπουζούκι. Έχοντας αποκτήσει αυτοπεποίθηση για το παίξιμό του αρχίζει -όπως και άλλοι μπουζουκτσήδες της γενιάς του, ο Μάρκος, ο Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), ο Δελιάς, ο Καρυδάκιας- να παίζει σε διάφορα ιδιωτικά γλέντια αλλά και στους τεκέδες του Πειραιά.

Στα 1934 η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία υπό το Μάρκο Βαμβακάρη, εμφανίζεται επαγγελματικά πλέον στη μάντρα του Σαραντόπουλου στην Ανάσταση στον Πειραιά. Σύντομα ο Ανέστης Δελιάς μετά από διαφωνία με το Βαμβακάρη (καθώς θεωρούσε τον εαυτό του ριγμένο στο μεροκάματο και τη μοιρασιά της «χαρτούρας») αποχωρεί από τη θρυλική Τετράδα του Πειραιά, και ο Στέλιος Κηρομύτης παίρνει τη θέση του. Έτσι κάνει την πρώτη του εμφάνιση στα λαϊκά πάλκα, αρχικά στου Κερατζάκη στην Ανάσταση του Πειραιά και αργότερα στο "Δάσος" του Α. Βλάχου στο Βοτανικό.

Σε αντίθεση με άλλους ρεμπέτες, ήταν πάντα άψογα ντυμένος και με την τελευταία λέξη της μόδας, γι' αυτό και του κόλλησαν το παρατσούκλι «αριστοκράτης».

Στα 1937 γραμμοφωνεί τα πρώτα του τραγούδια: «Στου Βάβουλα τη γούβα» και «Το λάθος μου αισθάνομαι». Εκτός από δικά του τραγούδια, ερμήνευσε με τη χαρακτηριστική του φωνή και άλλων συνθετών, όπως: του Κώστα Σκαρβέλη, του Παναγιώτη Τούντα, του Κώστα Καρίπη, του Βασίλη Τσιτσάνη και άλλων. Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι η δισκογραφική του συνεργασία σε αρκετά τραγούδια με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου.

Στην πολυετή καριέρα του στα λαϊκά πάλκα συνεργάστηκε με τους περισσότερους από τους μεγάλους συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου, για παράδειγμα το '48 βρίσκεται, στου «Τζίμη του Χοντρού», στην Αχαρνών, μαζί με Τσιτσάνη, Περιστέρη, Κασιμάτη, Ρούκουνα, Τουρκάκη, και τη νεαρή τότε Σωτηρία Μπέλλου ή την ίδια χρονιά στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές με Τσιτσάνη, Χατζηχρήστο, Μάρκο, Μητσάκη, Παπαϊωάννου, Περιστέρη, Κασιμάτη κ.α. Με τον Βασίλη Τσιτσάνη η συνεργασία του διάρκεσε με διακοπές για δεκαεπτά περίπου χρόνια.

Ο Στέλιος Κηρομύτης πέθανε από καρκίνο, στις 7 Μάρτη του 1979.
..................................................................

ΚΥΡΙΑΖΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ


Γεννήθηκε το 1915 στην Καβάλα.Το 1937 εγκαταστάθηκε στη Θεσ/νίκη όπου, παράλληλα με το σχολείο, σπούδασε κλασική κιθάρα.

Την ίδια χρονιά που ήρθε στη Θεσσαλονίκη, γνωρίστηκε και δούλεψε σαν τραγουδιστής και μουσικός (κιθαρίστας) με τους Τσιτσάνη, Βαμβακάρη και Παπαϊωάννου.
Η γνωριμία του με τον Γιάννη Παπαϊωάννου υπήρξε καθοριστική για την μετέπειτα ζωή του Γιάννη Κυριαζή.

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ έχει προπολεμική θητεία στο ρεμπέτικο τραγούδι. Είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του λαϊκού δημιουργού που ό,τι κατέκτησε το πλήρωσε με αίμα!

Έγραψε (σαν συνθέτης και στιχουργός) αρκετά τραγούδια, αλλά τα περισσότερα έμειναν αγραμμοφώνητα γιατί υπήρξε ΤΙΜΙΟΣ, ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ, ΑΥΘΟΡΜΗΤΟΣ ΚΑΙ ΑΓΝΟΣ ΡΕΜΠΕΤΗΣ, μακριά από τα εμπορικά κυκλώματα.

Πολλά από τα τραγούδια του εμφανίζονται σαν δημιουργίες άλλων. Τηρουμένων των αναλογιών, το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του τον κατατάσσει στο Πάνθεο των Ασυμβίβαστων, μαζί με τους Γιοβάν Τσαούς, Βαγγέλη Παπάζογλου, και άλλους πολλούς και ριγμένους δημιουργούς.
πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1982.
..........................................................................

ΛΑΥΚΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


Γνωστός λαϊκός τραγουδιστής, μπουζουξής και δημιουργός μεταπολεμικών ρεμπέτικων τραγουδιών (τα περισσότερα σε στίχους του και σε ρυθμό ζεϊμπέκικου).

Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένες πηγές τον φέρνουν γεννημένο το 1924. Ήρθε στην Αθήνα το 1943 για να σπουδάσει στη Γεωπονική, αλλά τον κέρδισε το λαϊκό τραγούδι. Σύμφωνα με τον Τάσο Σχορέλη, το πρώτο «μαγαζί» που εργάστηκε ήταν το «Υποβρύχιο» (οδός Δεληγιώργη 47) και εκεί έγραψε το πρώτο του τραγούδι, τη «Σεβιλιάνα», που δισκογραφήθηκε το 1945.

Στην Κατοχή επίσης, σύμφωνα με τον Γ. Μανισαλή, εργαζόταν και στους «Φοίνικες», τα μετέπειτα «Μπουζούκια» (γωνία Σόλωνος και Μαυρομιχάλη). Το 1961 έπαιζε με την ορχήστρα του στην «Κομπαρσίτα». Το 1963 τραγουδούσε με τον Πρ. Τσαουσάκη σε Κέντρο της οδού Βουλιαγμένης. Το 1968 έπαιζε με την ορχήστρα του στο «Χάραμα» της Καισαριανής, κ.λπ.
Ώς το τέλος του μετείχε σε λαϊκά Συγκροτήματα και συνέθετε τραγούδια .
.........................................................................

ΛΕΜΠΕΣΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ


Ο Γιάννης μελετηρός και πειθαρχημένος ήταν άριστος μαθητής και αθλητής και στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Έτσι το 1975 μπαίνει με εισαγωγικές εξετάσεις στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και τον Ιούνιο του 1981 παίρνει πτυχίο.

Στο αίμα του όμως κυλούσε η μουσική. Από πολύ μικρός σκάρωνε μόνος του αυτοσχέδια όργανα και προσπαθούσε να παίξει. Από 8 χρονών ήταν ψάλτης και τα Βυζαντινά ακούσματα ριζώθηκαν μέσα του. Παράλληλα με τις σπουδές του γνώρισε από τους παλιούς τα μυστικά του μπουζουκιού και του λαϊκού τραγουδιού και όσα χρόνια φοιτούσε, έπαιζε παράλληλα και τραγουδούσε σε ταβερνάκια της Αθήνας και του Πειραιά.

Εκείνη την εποχή γνώρισε τους περισσότερους από τους θρύλους του ρεμπέτικου που είχαν απομείνει (Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Οδυσσέα Μοσχονά, Κώστα Ρούκουνα, Ρένα Στάμου, Μιχάλη Γενίτσαρη κ.α) με τους οποίους αργότερα συνεργάστηκε στο πάλκο, σε μαγαζιά και σε συναυλίες. Η γνωριμία του το 1976 με τον σπουδαίο μελετητή του ρεμπέτικου, Παναγιώτη Κουνάδη καθόρισε ουσιαστικά την μουσική του πορεία καθώς ο Κουνάδης τον μύησε στους θησαυρούς των 78 στροφών και έτσι ο Γιάννης πριν ακόμα ανέβει στο πάλκο έπαιζε και τραγουδούσε χιλιάδες παλιά ρεμπέτικα και σμυρναίϊκα τραγούδια. Ανήσυχος όπως πάντα δεν αρκείται στα χιλιάδες ρεμπέτικα τραγούδια που έχει στο ρεπερτόριό του αλλά σκαρώνει δικά του τραγούδια σε στίχους και μουσική τα οποία παίζει και τραγουδά στο πάλκο που εμφανίζεται.

Το 1985 ο Γρηγόρης Φαληρέας ακούει μερικά από τα καινούργια τραγούδια του Γιάννη Λεμπέση και του προτείνει να τα ηχογραφήσει σε δίσκο. Και ενώ όλοι οι φίλοι του περίμεναν ένα δίσκο με επανεκτελέσεις παλιών ρεμπέτικων τραγουδιών το 1986 κυκλοφορεί ο πρώτος προσωπικός δίσκος με τίτλο "Σας μιλάω σοβαρά" που τους στίχους και την μουσική τους έχει γράψει ο Γιάννης Λεμπέσης. Το 1987 κυκλοφορεί ο 2ος δίσκος (Λαϊκή στράτα), "Τι να πεις και τι ν' αφήσεις". Συνεχίζει με τους δίσκους: "Αφήστε όλα τα ψεύτικα κι ελάτε στα ρεμπέτικα", "Με ψυχη και με μεράκι". Εκείνο που χαρακτηρίζει τον Γιάννη Λεμπέση είναι το ιδιαίτερο χρώμα στο παίξιμο και το τραγούδι και η ποιότητα στο στίχο και την μουσική του. Πιστεύει πάντα στις ζωντανές εμφανίσεις και έχει καθιερώσει τον φυσικό ήχο στο πάλκο που εμφανίζεται.

Πάντα λέει και κάνει πράξη το πιστεύω του, ότι δηλαδή στην οικογένεια που λέγεται ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ εμπεριέχεται το ρεμπέτικο, σμυρναίϊκο, το καλο νησιώτικο και το δημοτικό αλλά και πολλά σημερινά τραγούδια νέων τραγουδοποιών με ποιότητα στο στίχο και την μουσική. Αυτό προσπαθεί να εμφυσήσει και στους μαθητές του πολλοί από τους οποίους ήδη παίζουν και τραγουδούν καλό ελληνικό λαϊκο τραγούδι.
......................................................................

ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ


Ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος γεννήθηκε στις 24/3/1924 στο Λυκότραφο Μεσσηνίας.
Μπήκε στην δισκογραφία το 1951. Συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους συνθέτες της εποχής, Μητσάκης ,Παπαιωάννου κ.α.. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά (Νίκαια) το 1958.
Πέθανε στις 28/8/1992 στην Αθήνα . Ηταν πατέρας των Μάκη & Σταύρου Μιχαλόπουλου.
Πολύ μεγάλες επιτυχίες του "Βαδίζω και παραμιλώ" " Μες της πόλης το χαμάμ" " Ο διαβολάκος " , "Ο καπετανάκης ".
..................................................................

ΜΟΥΦΛΟΥΖΕΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


Ο Γιώργος Μουφλουζέλης γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1912 και, μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες, κατάφερε και κατέβηκε οριστικά στον Πειραιά το 1958.

Τα πρώτα χρόνια δούλεψε, ψήνοντας καφέδες, στο καφενείο του Μπάτη, όπου και γνώρισε όλους τους ρεμπέτες (Βαμβακάρη, Μάνεση, Δελιά, Παγιουμτζή κ.ά.), ενώ, μετέπειτα, κέρδιζε τα προς το ζην βγάζοντας “πιατάκι” σε ταβέρνες και κουτούκια.

Αυτή την εποχή γνώρισε τον Απόστολο Καλδάρα και κυκλοφόρησε το πρώτο του δισκάκι με το «Ανεβαίνω σκαλοπάτια», χωρίς όμως να αναφέρεται το όνομά του στην ετικέτα. Δεύτερη επιτυχία του ήταν το «Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο» με ερμηνευτή το Γρηγόρη Μπιθικώτση, ενώ, αυτή τη φορά, εμφανίζεται, κατόπιν εκβιασμού, ως συνδημιουργός ο Μπάμπης Μπακάλης, αφού, εκείνα τα χρόνια, είχε το ελεύθερο να κυκλοφορεί ότι ήθελε στις εταιρείες.

Το 1966 ο Μουφλουζέλης παντρεύτηκε τη δεύτερη γυναίκα του κι απόκτησε το γιο του, Σταύρο. Η πρώτη του γυναίκα, η Παναγιώτα, είχε πεθάνει, χτυπημένη από τον καρκίνο. Η δεύτερη τον εγκατέλειψε όταν ο γιος τους ήταν δύο χρονών! Έτσι, το πιατάκι συνεχιζόταν, τώρα, μαζί και με το γιο του το Σταύρο! Εκεί λοιπόν, σε κάποια από τις ταβέρνες, συνάντησε τον Ηλία Πετρόπουλο, ο οποίος ετοίμαζε το βιβλίο του «Ρεμπέτικα τραγούδια» και του έδωσε αρκετές πληροφορίες για την εποχή και τα τραγούδια. Ύστερα από τη γνωριμία τους αυτή, ο Πετρόπουλος τον προσκάλεσε κι έπαιξε μερικά τραγούδια του σε εκδήλωση – αφιέρωμα στο ρεμπέτικο τραγούδι που διοργάνωσε στο ξενοδοχείο “Hilton”(7-5-1968).

Αυτή τη βραδιά τον ανακάλυψε κι ο, ιδιοκτήτης της «ΛΥΡΑΣ», Αλέξανδρος Πατσιφάς, ο οποίος του πρότεινε να κάνει τον πρώτο του δίσκο και, μάλιστα, να τραγουδάει ο ίδιος, κάτι που θα συνέβαινε για πρώτη φορά στη δισκογραφία του.

Φαίνεται ότι αυτό το δισκογραφικό εγχείρημα άρεσε, γιατί ο δίσκος πούλησε καλά κι, έτσι, ο Μουφλουζέλης έκανε και τους υπόλοιπους τέσσερις (4) δίσκους στη «ΛΥΡΑ». Παράλληλα, άρχισε τις εμφανίσεις του σε μαγαζιά στην Πλάκα.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 το μεροκάματο είχε γίνει και πάλι δύσκολο για τον Μουφλουζέλη. Ήταν η εποχή εκείνη που ο Γιώργος Νταλάρας είχε αποφασίσει να κάνει ένα δίσκο με επανεκτελέσεις ρεμπέτικων τραγουδιών. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων συνάντησε τυχαία τον Μουφλουζέλη στο στούντιο και του ζήτησε να συμπεριλάβει το τραγούδι του «Το σχολείο» στο δίσκο που ετοίμαζε. Ο Μουφλουζέλης δέχτηκε. Ο δίσκος («50 ΧΡΟΝΙΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ») έκανε ρεκόρ πωλήσεων, είναι ο πρώτος πλατινένιος δίσκος στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας! Ο Νταλάρας ήταν αυτός που έβαλε σωστά στο δίσκο του, το όνομα του Μουφλουζέλη ως δημιουργού του «Σχολείου». Με την έκδοση αυτή το ρεμπέτικο έγινε ξανά της μόδας κι ο Μουφλουζέλης άρχισε να δέχεται ξανά προτάσεις για ζωντανές εμφανίσεις.

Ξεκίνησε λοιπόν να κάνει μεροκάματα σε συνοικιακά ταβερνάκια και συναυλίες στην επαρχία με τους εναπομείναντες ρεμπέτες (Κυρομήτης, Μοσχονάς, Ρούκουνας, Χονδρονάκος, καμιά φορά κι ο Μπαγιαντέρας).

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 όλο το παραπάνω “ρεμπέτικο σχήμα”, μεταφέρθηκε στο «Ζυγό» στην Πλάκα. Είναι η εποχή που γνωρίστηκε με τον Φώτη Μεσθεναίο, τότε Γενικό Διευθυντή της ΕΡΤ, ο οποίος του έγραψε τη βιογραφία, την κυκλοφόρησε σε βιβλίο («Όταν η λήγουσα είναι μακρά») και την χρησιμοποίησε ως σενάριο για το δεύτερο κύκλο του σήριαλ «Το Μινόρε της αυγής».

Με το σήριαλ αυτό, το ρεμπέτικο αναβίωσε για άλλη μια φορά, αλλά ο Μουφλουζέλης ήταν πλέον αρκετά μεγάλος για δουλειά, έκανε μόνο περιστασιακές εμφανίσεις σε συνοικιακά ρεμπετάδικα.

Όλα αυτά τα χρόνια ο Μουφλουζέλης ζούσε μόνος, με συντροφιά μόνο το γιο του Σταύρο.

Καθώς όμως γερνούσε οι ανάγκες γίνονταν όλο και μεγαλύτερες. Σε ένα αφιέρωμα στην τηλεόραση ειπώθηκε ότι έπρεπε να βγει μια τιμητική για τους παλιούς καλλιτέχνες. Η Μελίνα Μερκούρη, ως Υπουργός Πολιτισμού, την ενέκρινε. Η σύνταξη όμως αυτή χορηγήθηκε στον Γιώργο Μουφλουζέλη 4 – 5 φόρες όλο κι όλο.

Πέθανε, σε ηλικία 79 χρονών, στις 4 Αυγούστου του 1991, ξεχασμένος από φίλους και πολιτεία.
.............................................................

ΜΠΑΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


Ο Γιώργος Μπάτης (πραγματικό του όνομα: Γιώργος Τσώρος, γνωστός και ως Γιώργος Αμπάτης· Μέθανα, 1885 – 10 Μαρτίου 1967) ήταν ένας από τους πρώτους και επιδραστικότερους μουσικούς του ρεμπέτικου καθώς επίσης και γνωστός μάγκας του Πειραιά. Είχε μεγάλη αγάπη για τη μουσική και είχε σημαντική συλλογή μουσικών οργάνων (μπουζουκιών, μπαγλαμάδων, κ.ά.).

Γεννήθηκε στα Μέθανα και όταν ήταν ακόμα μικρός η οικογένειά του μετακόμισε στον Πειραιά.

Στα μέσα της δεκαετίας του '20 άνοιξε χoροδιδασκαλείο το οποίο ονομαζόταν «Κάρμεν». Εργάστηκε ακόμη ως πωλητής αυτοσχέδιων φαρμάκων κατά του πονόδοντου, περιπλανώμενος οδοντογιατρός, μικροπωλητής και ενεχυροδανειστής. Το 1931 άνοιξε ένα καφενείο, το «Ζώρζ Μπατέ», το οποίο αποτέλεσε ένα από τα λίκνα του ρεμπέτικου.Στο καφενείο του σύχναζε και ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης.

Την δεκαετία του '30 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική και συνεργάστηκε στενά, μεταξύ άλλων, με τον Μάρκο Βαμβακάρη στη ρεμπέτικη κομπανία με όνομα Η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς.

Το 1933 ο Γιώργος Μπάτης κάνει τις πρώτες ηχογραφήσεις με μπουζούκι στην Ελλάδα. Ωστόσο δεν άφησε μεγάλη δισκογραφία (μόλις 17 τραγούδια),διότι όπως πολλοί μεγάλοι συνθέτες της εποχής (Βαγγέλης Παπάζογλου, Ανέστος Δελλιάς, Γιοβάν Τσαούς και άλλοι) σταμάτησε να ηχογραφεί το 1937 επειδή αρνούνταν να υποβάλλεται στην λογοκρισία από το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά

Πέθανε το 1967.Θάφτηκε αγκαλιά με τον αγαπημένο του μπαγλαμά όπως ο ίδιος είχε ζητήσει.
........................................................................

ΜΠΙΝΗΣ ΤΑΚΗΣ


Ο Tάκης Mπίνης είναι η πιο αντιπροσωπευτική φωνή του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γεννήθηκε το 1923, από γονείς πρόσφυγες, στη Θεσσαλονίκη. Στη δικτατορία του Mεταξά κρατείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μαζί με άλλα παιδιά της ηλικίας του επειδή δεν οργανώθηκαν στην EON (Eθνική Oργάνωση Nέων).

Άρχισε την καριέρα του πολύ μικρός, με το μπουζούκι του και σαν τραγουδιστής, το 1939 στη Θεσσαλονίκη. Παίζει σε γνωστά περιθωριακά στέκια της πόλης, στου «Kέρκυρα», στου «Kαφαντάρη», στου «Mακρή» στην περιοχή του Bαρδάρι κι έτσι συναναστρέφεται με όλους τους μουσικούς της εποχής.

Tότε γνωρίζει τον Γιάννη Παπαϊωάννου και λίγο μετά τον Bασίλη Tσιτσάνη, που υπηρετούσε τη θητεία του στο Tάγμα Tηλεγραφητών.

Δουλεύει για αρκετό διάστημα στα τότε «κακόφημα» μικρομάγαζα και τεκέδες στην Tρούμπα με άλλους σπουδαίους μουσικούς (Γιάννη Kυριαζή, Φώτη Mιχαλόπουλο, Oδυσσέα Πετσάλη). Στον Πειραιά θα γνωριστεί και θα γίνει επιστήθιος φίλος με τον μεγάλο δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Δημήτρη Στεργίου ή Mπέμπη.

Στην Aθήνα ανεβαίνει το 1946 και τραγουδάει σε όλα τα γνωστά κέντρα της πρωτεύουσας και των περιχώρων και με όλους τους συνθέτες της εποχής εκείνης.

Aπό τα πρώτα τραγούδια που γραμμοφώνησε, έκανε μεγάλες και κλασικές επιτυχίες, όπως "Για στάσου χάρε να σου μιλήσω", “Το κουρασμένο βήμα σου" του Mπάμπη Mπακάλη, "Oμορφη Πειραιώτισσα", "Eνας αλήτης πέθανε" του Κώστα Καπλάνη, τα “Καβουράκια", “Αντιλαλούνε τα βουνά" και "Θα κάνω ντου βρε πονηρή" του Bασίλη Tσιτσάνη,και τόσες άλλες μεγάλες επιτυχίες.

Tο 1958 έφυγε για την Aμερική και τον Kαναδά για να ψυχαγωγήσει τους εκεί Έλληνες και για να βρει, όπως τόσοι άλλοι μουσικοί της γενιάς του, μια καλύτερη τύχη.

Το 1983 που επιστρέφει μόνιμα στην Ελλάδα ηχογράφησε τον δίσκο σταθμό για το ελληνικό τραγούδι το "Pεμπέτικο" του Σταύρου Ξαρχάκου και του Nίκου Γκάτσου (από την ομώνυμη ταινία του Κώστα Φέρρη). Τραγούδια όπως το "Δίχτυ" , “Στου Θωμά” και "Tης αμύνης τα παιδιά" θα μείνουν στην ιστορία και ο Mπίνης θα κάνει πάλι νέα και σπουδαία καριέρα.

Ο Τάκης Μπίνης,πεθανε σε ηλικία 82 ετών, στο νοσοκομείο "Σισμανόγλειο" όπου νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα από νεφρική ανεπάρκεια.
....................................................................

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΜΟΣΧΟΝΑΣ


Τα τραγούδια του Οδυσσέα Μοσχονά είναι γνωστά και ο ίδιος ανήκει στους
κλασικούς του ρεμπέτικου.

Εζησε και δημιούργησε σε εποχές που, αν και σχετικά πρόσφατες, φαντάζουν σήμερα τόσο μακρινές.

Προκειται για ένα γνήσιο λαϊκό καλλιτέχνη, που έδωσε όλη του τη ζωή στη μουσική.

Το πνεύμα του, το μεράκι του, η απλότητα του χαρακτήρα του, η μεγαλοθυμία του, η ντομπροσύνη του, η μαγκιά του, με έκαναν να ακούσω αλλιώτικα τη μουσική του.

Τώρα πια δεν ήταν η μουσική ενός μεγάλου του ρεμπέτικου που την άκουγα με δέος, αλλά τα τραγούδια ενός ανθρώπου που μιλούσαν κατευθείαν στην καρδιά με λόγια απλά και δυνατά, με πενιές καθαρές και μελωδικές, ξάστερες σαν την ψυχή του δημιουργού τους.

Δεν ήταν διόλου τυχαίες η αγάπη κι η εκτίμηση του κόσμου που περιέβαλλε τον Οδυσσέα Μοσχονά σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Να μοιραστείς λίγη από τη χαρά τους που είχαν δίπλα τους τον Οδυσσέα να τους διασκεδάζει, να τούς κάνει να ξεχνούν για λίγο μόχθους και πίκρες. Να νιώσεις και εσυ λίγη από τη ξεγνοιασιά κάποιων άλλων εποχών, όταν τα πράγματα ήταν πιο απλά κι οι άνθρωποι καλύτεροι.
...................................................................

ΣΚΑΡΒΕΛΗΣ ΚΩΣΤΑΣ


Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1880 και από πολύ μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική. Μετά την ενηλικίωσή του, για να αποφύγει την κατάταξή του στον τουρκικό στρατό, φυγαδεύτηκε και εγκαταστάθηκε με άλλους συγγενείς του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Τουλάχιστον για μια δεκαπενταετία δεν υπάρχουν στοιχεία για το πού ήταν και με τι ασχολήθηκε. Βέβαιο είναι ότι δεν επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, ούτε σε άλλο μέρος της Τουρκίας. Στην Αθήνα πρέπει να εγκαταστάθηκε μεταξύ 1915 και 1920, επομένως δεν ανήκει στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κύρια εργασία του στην Αθήνα πριν από το 1922 ήταν ειδικός τεχνίτης στην κατασκευή υποδημάτων πολυτελείας.

Με την εγκατάσταση των Μικρασιατών στην Ελλάδα, ο Κώστας Σκαρβέλης ξαναβρήκε γνωστά πρόσωπα από το χώρο των μουσικών και άρχισε αμέσως την επαγγελματική του καριέρα ως μουσικός. Από το 1923 ανέβηκε στο πάλκο ως κιθαρίστας και έπαιξε σε όλα τα γνωστά στέκια που δημιουργήθηκαν από τους μικρασιάτες μουσικούς στην Αθήνα του Μεσοπολέμου: Στον «Πουρούζη» στη Λ. Αλεξάνδρας, στου «Πικίνου» στο θησείο, στο «Αραράτ» στην Λ. Αλεξάνδρας, στο «Απταιό» στο Φάληρο κ.α. Μαζί του ήταν, μεταξύ άλλων, ο Κώστας Τζοβένος, ο Μήτσος Αραπάκης, ο Κώστας Καρίπης, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Γιώργος Λαζαρίδης (ή Σπανός), ο Κώστας Ρούπανας, ο Στελλάκης Περπινιάδης κ.ά.

Με την έναρξη της μαζικής δισκογραφίας στην Ελλάδα (1924-1925) παίρνει μέρος στις πρώτες ηχογραφήσεις, με όλες τις τότε γνωστές εταιρίες (Οdeon, His Master's Voice, Columbia Αγγλίας, Ρathe, Polydor, Parlophone), παίζοντας σε όλα τα είδη μουσικής (δημοτικά, ελαφρά και κυρίως ρεμπέτικα). Ήταν εξαίρετος τραγουδιστής στο πάλκο, αλλά προτίμησε να μην «ανταγωνίζεται» τους συναδέλφους του τραγουδιστές κι έτσι συμμετείχε ελάχιστες φορές σε ηχογραφήσεις με τη φωνή του (κυρίως έκανε δεύτερες φωνές σε γνωστούς τραγουδιστές τής πριν από το 1930 περιόδου). Τα πρώτα δικά του τραγούδια εμφανίζονται με τη γαλλική εταιρία Ρathe γύρω στο 1928-1929, ενώ η φωνή του αποτυπώθηκε σε δίσκους της γερμανικής Ροlydor.

Από το 1930, με την ίδρυση και λειτουργία του εργοστασίου παραγωγής δίσκων στον Περισσό από την αγγλική Grammophone, αναλαμβάνει τη διεύθυνση της ελληνικής Columbia. Έτσι, καταγράφεται στην ιστορία της δισκογραφίας ως ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της. Από τη θέση αυτή γίνεται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες προεπιλογής των τραγουδιών που θα περνούσαν στη δισκογραφία και μαζί με τους Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό), Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα και Ιωάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη) συνθέτουν την πεντάδα των μαέστρων - καλλιτεχνικών διευθυντών, που διαμόρφωσαν το νεότερο μουσικό ύφος των τραγουδιών των πόλεων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.

Ο Κώστας Σκαρβέλης συνεργάστηκε στη δισκογραφία και το πάλκο με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τους υπόλοιπους της πειραιώτικης κομπανίας. Μάλιστα, από το 1935 έπαιξε και στο μαγαζί του ιδίου του Μάρκου στα Άσπρα Χώματα της Κοκκινιάς. Εκείνη τη χρονιά ήταν μαζί του οι Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Στράτος Παγιουμτζής, Σοφία Καρίβαλη και για λίγο ο Ανέστος Δελιάς (Αρτέμης).

Ο Κώστας Σκαρβέλης έγραψε εκατοντάδες τραγούδια, εκ των οποίων πάνω από 200 έχουν εντοπιστεί στη δισκογραφία των 78 στροφών. Ξεχωρίζουν: «Τράβα ρε μάγκα και αλάνη», «Το παιγνίδι του Αμερικάνου», «Δυο μάγκες με βαρέσανε», «Τουρκολιμανιώτισσα», «Στα ξένα μ' άφησες», «Γιατί να με γελάσεις», «Κρυφό τον έχω τον καημό», «Δεν είσαι εσύ για μένα», «Δερβισάκι», «Τσαγκαράκι», «Το μπουζουκάκι», «Βρε χήρα κάθισε καλά», «Ο βλάμης του Ψυρή», «Σμυρνιά καμωματού», «Όταν το πίνω το κρασί», «Αλανιάρα σεβνταλού», «Είναι δυο χρόνια π' αγαπώ», «Ξενύχτης πάλι έμεινα», «Τα τσαχπίνικά σου μάτια», «Ο κόσμος πλούτη λαχταρά», «Δεν θα 'ρθω πια στην Κοκκινιά», «Μαρικάκι μου», «Ο μπεκρής», «Κάθε βραδάκι με γελάς», «Θα σε πλανέψω μια φορά», «Είμαι τεχνίτης ξακουστός», «Παραπονιέμαι στον ντουνιά», «Απόψε είδα όνειρο», «Σε γελάσανε», «Ερηνάκι», «Είσαι γκρινιάρα και γλωσσού», «Πλανεύτρα», «Στο καφέ αμάν», «Μάγισσα», «Πολίτισσα», «Βρε τύχη πως με τυραννάς», «Παραπονιάρα», «Μέσα στο Πασαλιμάνι», «Στρίβε ρε Καράμπελα», «Γιατί δεν βγαίνεις να σε δω», «Ελενίτσα», «Θα σε κάνω ταίρι μου» κ.ά.

Τα τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές του μεσοπολέμου, όπως ο Κώστας Νούρος, η Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου (Τιλίτισσα), η Ρίτα Αμπατζή, η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Κώστας Τσανάκος, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Γρηγόρης Ασίκης, ο Κώστας Ρούκουνας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Ευάγγελος Σωφρονίου, ο Ζαχαρίας Κασιμάτης κ.ά. Όμως, εκείνος που ταύτισε τη φωνή του με τις εξαίρετες μελωδίες και τους στίχους του Κώστα Σκαρβέλη ήταν ο Γιώργος Κάβουρας, ο οποίος την περίοδο 1935-1941 γραμμοφώνησε πάνω από πενήντα τραγούδια του.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Κώστας Σκαρβέλης για να επιβιώσει άσκησε το παλιό του επάγγελμα, επισκευάζοντας παπούτσια. Όμως δεν άντεξε και από ειρωνεία της μοίρας, αυτός ο γλεντζές και καλοφαγάς (από εκεί και το παρατσούκλι «Παστουρμάς»), άφησε την τελευταία του πνοή στις 8 Απριλίου 1942, από την πείνα. Το πιστοποιητικό θανάτου αναφέρει «θάνατος εξ οιδήματος εξ υποσιτισμού».
.........................................................................

ΤΟΥΝΤΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ


Μικρασιάτης μαντολινίστας και συνθέτης ρεμπέτικων τραγουδιών. Γεννήθηκε το 1886 στη Σμύρνη από ευκατάστατους γονείς. Από παιδί άρχισε να παίζει μαντολίνο και σπούδασε μουσική στην Αίγυπτο. Από το 1915 συμμετείχε στη Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα του Σιδέρη, που έμεινε γνωστή με το όνομα «Τα Πολιτάκια». Συμμετείχε σε διάφορα μουσικά σχήματα που έκαναν περιοδείες εκτός Σμύρνης για την ψυχαγωγία των Ελλήνων της διασποράς.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθε και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Πρωτόπαιξε στο «Αραράτ» της λεωφόρου Αλεξάνδρας, τον Αύγουστο του 1923. Κατόπιν εμφανίστηκε στην ταβέρνα του Κερατζάκη στην Ανάσταση Κερατσινίου και αργότερα δημιούργησε τη δική του ορχήστρα στην Πλατεία Πασαλιμανιού (στον «Αστέρα»).

Το 1924 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του ελληνικού παραρτήματος της γερμανικής «ODEON». Μέχρι να κατασκευαστεί το εργοστάσιο δίσκων στην Ελλάδα, συνεργάζεται σχεδόν με όλες τις δισκογραφικές εταιρείες και διευθύνει τις περισσότερες ηχογραφήσεις που γίνονται στην Ελλάδα. Τον ίδιο χρόνο ηχογραφεί τη «Σμυρνιά» με την αθηναϊκή Εστουδιαντίνα του Τάσου Μαρίνου και γίνεται ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που το όνομά του αναγράφεται σε ετικέτα δίσκου. Το 1931 αναλαμβάνει καλλιτεχνικός διευθυντής της «COLUMBIA» και της «HIS MASTER'S VOICE» και παραμένει στη θέση αυτή μέχρι το 1940.

Τα τραγούδια που πέρασε στη δισκογραφία είναι γύρω στα 350 και έχουν ερμηνευτεί από όλους τους προπολεμικούς τραγουδιστέ της εποχής, όπως ο Κώστας Ρούκουνας, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κώστας Νούρος, η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπατζή, ο Αντώνης Νταλκάς, ο Ευάγγελος Σωφρονίου, ο Ζαχαρίας Κασιμάτης, ο Γιώργος Βιδάλης, ο Στράτος Παγιουμτζής κ.ά.

Ο Παναγιώτης Τούντας πέθανε, σε ηλικία 56 ετών, στις 23 Μαΐου του 1942
.......................................................................